Πηγή: iatronet.gr
Στροφή στα γενόσημα και ανάπτυξη νέων φαρμάκων που θα καλύπτουν παθήσεις οι οποίες δεν αντιμετωπίζονται σήμερα, είναι τα πεδία ανάπτυξης της φαρμακευτικής βιομηχανίας διεθνώς, για την επόμενη πενταετία, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της εταιρίας μελετών της παγκόσμιας φαρμακευτικής αγοράς ΙΜS.
Στροφή στα γενόσημα και ανάπτυξη νέων φαρμάκων που θα καλύπτουν παθήσεις οι οποίες δεν αντιμετωπίζονται σήμερα, είναι τα πεδία ανάπτυξης της φαρμακευτικής βιομηχανίας διεθνώς, για την επόμενη πενταετία, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της εταιρίας μελετών της παγκόσμιας φαρμακευτικής αγοράς ΙΜS.
Ο αντιπρόεδρος
της IMS κ. Graham Lewis, με αφορμή την επίσκεψή του, την Πέμπτη, στη χώρα μας,
για να συμμετάσχει στις εργασίες του 8ου Συνεδρίου Φαρμακευτικού Μάρκετινγκ
(ΕΕΦαΜ) παραχώρησε συνέντευξη στη δημοσιογράφο Άννα Παπαδομαρκάκη της
ηλεκτρονικής εφημερίδας Iatronet.gr
Στη
συνέντευξή του ο κ. Lewis τόνισε τις αναπτυξιακές δυνατότητες των αναπτυσσόμενων
αγορών, τις περιορισμένες δυνατότητες ανάπτυξης στις ώριμες αγορές της Δύσης,
αλλά και την απώλεια της αίσθησης συνεργασίας μεταξύ των κοινωνικών εταίρων με
την έλευση της οικονομικής κρίσης που διευρύνεται ταυτόχρονα με τη γήρανση του
πληθυσμού και την αύξηση των αναγκών του για περίθαλψη.
Κε Lewis,
ποιές είναι οι προβλέψεις της IMS σχετικά με την ανάπτυξη του κλάδου της
φαρμακοβιομηχανίας τα επόμενα χρόνια, διεθνώς και στην Ελλάδα;
Σύμφωνα με
τις εκτιμήσεις μας - που δεν περιλαμβάνουν rebates και άλλων ειδών εκπτώσεις-
διεθνώς, η ανάπτυξη αναμένεται να κινηθεί στο 3-6% τα επόμενα πέντε χρόνια,
όμως το μεγαλύτερο μέρος αυτού του ποσοστού ανάπτυξης θα έρθει από τις
αναδυόμενες αγορές και όχι από τις μεγάλες και ώριμες αγορές, όπως οι ΗΠΑ, η
δυτική Ευρώπη και η Ιαπωνία. Μάλιστα η
τάση αυτή διαφαίνεται ήδη και από τα προηγούμενα χρόνια. Επιπλέον,
υπάρχουν διάφορα είδη φαρμάκων, όμως ευνοούνται κυρίως τα γενόσημα και τα μικρά
μόρια για χρόνιες παθήσεις, ανά τον κόσμο.
Τώρα σε ότι
αφορά την Ελλάδα, αναμένουμε περεταίρω ύφεση στις πωλήσεις, της τάξης του ενός
δις δολ. σε σχέση με το 2010.
Εντούτοις οι
συγκρίσεις είναι δύσκολες μεταξύ των κρατών, γιατί υπάρχουν διαφορετικές
συνθήκες, ηλικιακές δομές και σενάρια, αλλά και διαφορετικές κοινωνικές αξίες
σε ότι αφορά τον τομέα της υγείας και της περίθαλψης. Δεν υπάρχει αμφιβολία γι΄
αυτό. Όμως αν τα
παραμερίσει όλα αυτά κανείς, και δει την ελληνική αγορά όσο αντικειμενικά
γίνεται, υπάρχουν δύο παράμετροι που θα προέβαλα και οι οποίες θα δώσουν την
κατεύθυνση στην κυβέρνηση να μειώσει τα κόστη: πρώτον, οι τιμές των φαρμάκων
στην Ελλάδα ήταν σχετικά υψηλές σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές αγορές και
δεύτερον, η χρήση των γενοσήμων είναι επίσης αρκετά χαμηλή.
Συνεπώς
πιστεύετε ότι η πτώση των τιμών των φαρμάκων και η χρήση γενοσήμων, σε
συνδυασμό με τα λοιπά μέτρα δεν θα έχουν δυσμενείς μεταβολές στη δημόσια υγεία
και ότι τελικά να παράσχουν ικανοποιητική περίθαλψη στους ασθενείς;
Νομίζω πως
είναι εφικτό να παρασχεθεί ικανοποιητική περίθαλψη – από την πλευρά των
φαρμάκων φυσικά – με τη χρήση γενοσήμων και μέσω αυτών να μειωθούν τα κόστη της
φαρμακευτικής περίθαλψης. Όμως μερικές από τις εξοικονομήσεις που προωθεί η
κυβέρνηση, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για καινοτόμα φάρμακα που δεν
μπορούν να αντικατασταθούν, για να εξισορροπηθούν οι ωφέλειες. Γιατί πράγματι
υπάρχουν ωφέλειες. Για παράδειγμα, τα νέα φάρμακα για τη σκλήρυνση κατά πλάκας
ή την πρόληψη των εγκεφαλικών, και νομίζω πως εκεί είναι η πρόκληση. Όχι απλά
να αυξηθεί η χρήση γενοσήμων, οπότε να υπάρξουν εξοινομήσεις μόνο, αλλά να
επιστραφεί ένα μέρος για την αξιοποίηση δυνατοτήτων που υπάρχουν στην
περίθαλψη.
Ποιές
νομίζετε ότι είναι οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι φαρμακευτικές
επιχειρήσεις διεθνώς, ώστε να επιτύχουν ανάπτυξη;
Αυτό που η βιομηχανία
χρειάζεται να αναγνωρίσει, είναι ότι όλες οι συνήθεις ασθένειες
αντιμετωπίζονται σχεδόν ικανοποιητικά, με φάρμακα που ανακαλύφθηκαν και
κυκλοφόρησαν στην αγορά περίπου 20-25 χρόνια πίσω. Και πως η
επείγουσα ανάγκη για νέα φάρμακα περιορίζεται σε μικρότερα πεδία ασθενειών. Προφανώς
υπάρχει ανάγκη για φάρμακα κατά του καρκίνου, για ρευματοειδή αρθρίτιδα,
ψυχικές παθήσεις ή πρόληψη των εγκεφαλικών, όπου υπάρχει μεγαλύτερη ζήτηση και
είναι πιο αποδεκτή η διάθεση πόρων για την κάλυψη της ανάγκης. Αυτό όμως
σημαίνει ότι η πρόκληση στρέφεται στην ανάπτυξη φαρμάκων για ασθένειες που
αφορούν μικρότερους πληθυσμούς και περισσότερες ασθένειες, όχι κατ’ ανάγκη
«ορφανές» ασθένειες – σπάνιες παθήσεις, αλλά που θα αφορούν λιγότερο πληθυσμό
σε σχέση με τις πιο συνήθεις παθήσεις.
Στις ορφανές παθήσεις ο αριθμός των
ασθενών είναι πολύ μικρός και πρόκειται για ακραίες περιπτώσεις. Δεν
αναφερόμαστε κατ’ ανάγκη σε αυτές, αν και δεν τις εξαιρούμε. Είναι ένα πεδίο
ενδιάμεσο. Αναφερόμαστε στις παθήσεις όπου ο πληθυσμός δεν είναι πολύ μικρός,
όμως δεν αφορούν ευρέως το γενικό πληθυσμό, όπως η υπέρταση, άρα τα νέα
προϊόντα γι’ αυτές τις παθήσεις δεν μπορούν να γίνουν blockbusters. Όμως γι’ αυτό,
επειδή δηλαδή θα αφορούν λιγότερο πληθυσμό, θα φέρουν υψηλότερες τιμές ανά
μονάδα προϊόντος.
Σε ομιλία
σας αναφέρατε ότι στη φαρμακοβιομηχανία επικρατεί η άποψη «ας αρμέξουμε την
Ευρώπη, για να επενδύσουμε αλλού, για παράδειγμα στις ΗΠΑ και την Ιαπωνία». Η
άποψη αυτή στηρίχθηκε τα προηγούμενα χρόνια στην ύπαρξη του ευρωπαϊκού
κοινωνικού μοντέλου, που αποδείχθηκε συνεπές στις πληρωμές του. Έτσι, υπήρχε
αίσθηση ασφάλειας στην επιστροφή των επενδύσεών τους σε έρευνα και ανάπτυξη.
Όμως τώρα με την κατάρρευσή του, πώς βλέπετε να εξελίσσονται οι συνθήκες;
Αυτό είναι
μια καλή παρατήρηση. Το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο, ευθύνεται για την ταχεία
ανάπτυξη των φαρμακευτικών, όμως λάβετε υπόψη σας ότι όταν ο Beveridge έγραψε
την μελέτη του, και υιοθετήθηκε το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο σε ολόκληρη την
Ευρώπη, δηλαδή ο κάθε πολίτης να έχει δωρεάν πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας,
εκείνο στο οποίο αναφερόταν ήταν οι παθήσεις που ήταν κυρίως λοιμώδεις. Και
εξαιτίας αυτού υπήρχε κοινό πεδίο μεταξύ των κυβερνήσεων και της επιστήμης. Και
έπρεπε να βρεθεί τρόπος να εξαλειφθούν αυτές οι τρομακτικές ασθένειες.
Από το
1960 και μετά, η φαρμακοβιομηχανία, άρχισε να απομακρύνεται από την πρόληψη
λοιμωδών νόσων, στο οποίο συνέβαλαν φυσικά και οι εμβολιασμοί. Και πέρασαν 30
χρόνια μέχρι το AIDS/HIV να γίνει κεντρικό ζήτημα, ξαναφέρνοντας τις λοιμώξεις
στο προσκήνιο.
Στο
ενδιάμεσο, οι φορείς παροχής υπηρεσιών υγείας έγιναν πιο ελαστικοί στην
κοστολόγησης. Και στο ίδιο διάστημα, οι φαρμακευτικές στράφηκαν στις χρόνιες
παθήσεις, όπως η υπέρταση ή ο διαβήτης, και σταμάτησαν να θεραπεύουν.
Αντιμετωπίζουν τα συμπτώματα, βελτιώνουν την ποιότητα ζωής, παρατείνουν το
προσδόκιμο επιβίωσης, όμως δεν θεραπεύουν. Τα φάρμακα αυτά, βοηθούν στη
διαχείριση της ασθένειας, όχι στην απομάκρυνσή της. Έτσι, αυτό οδήγησε στην
ημερήσια θεραπεία. Και κανείς από τους φορείς δεν ασχολήθηκε με το κόστος της
ημερήσιας θεραπείας και τα αποτελέσματα του κόστους αυτού. Έτσι δημιουργήθηκε
μια συσσώρευση κόστους και ταυτόχρονα ο πληθυσμός άρχισε να γερνά. Δε νομίζω ότι
κανείς κατάφερε να το προβλέψει, αν και είναι εύκολο να κάνεις το σοφό «δια του
αποτελέσματος».
Αυτός είναι
και ο λόγος που η φαρμακευτική βιομηχανία αναπτύχθηκε τόσο πολύ. Πάνω από ένα
τρις δολ. ως το 2015. Και από την
άλλη δεν υπήρξε σωστός προϋπολογισμός της παραμέτρου του κόστους, από τις
κυβερνήσεις. Εντούτοις,
το φάρμακο αποτελεί ένα πολύ μικρό μέρος του κόστους σε σχέση με το κόστος του
λοιπού συστήματος υγείας. Φθάνει περίπου το 15%. Και πάλι όμως, το κόστος των
φαρμάκων είναι μεταβαλλόμενο, όταν η ανέγερση ενός νοσοκομείου δεν είναι...Έτσι
η φαρμακοβιομηχανία έγινε ο εύκολος στόχος.
Νομίζω πως
εδώ, η πρόκληση είναι η βιομηχανία να επιβιώσει από τα κόστη της έρευνας και
ανάπτυξης, και αυτό απαιτεί προσοχή. Την ίδια στιγμή αντιμετωπίζει μια ισχυρή δυναμική,
συνεχίζει να επενδύει τεράστια ποσά και στην Ευρώπη, ακόμη, προσπαθεί να γίνει
πιο αποτελεσματική, όμως αυτό το οποίο τελικά έχει συμβεί, είναι να χαθεί η
παράμετρος της συνεργασίας (της λογικής του κοινωνικού εταίρου). Και υπάρχει
μια αίσθηση μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, ότι για τη φαρμακευτική βιομηχανία
είναι ίσως λίγο πιο εύκολο να βγάλει χρήματα, χωρίς να αναγνωρίζεται ότι
υπάρχουν και παράπλευρα κόστη που παρεμβάλλονται για τη δραστηριοποίησή της. Δυστυχώς,
«τα πνεύματα δεν συναντώνται πια».
Και είναι
πρόκληση, γιατί τα αιτήματα για περεταίρω συμπίεση των τιμών συνεχίζονται, όπως
επίσης συνεχίζουμε να γερνάμε και η ζήτηση θα συνεχίζει αυξανόμενη. Και πρέπει
να αναπτυχθεί ένας μηχανισμός όπου θα μπορούμε να δραστηριοποιούμαστε. Και
επανέρχομαι στο φιλελεύθερο μοντέλο, που οι ασθενείς χρειάζονται φαρμακευτική περίθαλψη.
Στις ΗΠΑ η χρήση γενοσήμων φθάνει το 70-75% και το υπόλοιπο χρησιμοποιείται για
προϊόντα καινοτομίας, γιατί όχι και στην Ελλάδα;