Μελέτη για
την παραοικονομία στην Υγεία που συντάχθηκε από ομάδα επιστημόνων του
Πανεπιστημίου Πελοποννήσου σε συνεργασία με το Κέντρο Μελετών Υπηρεσιών Υγείας
της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών πρόκειται να δοθεί σύντομα στη
δημοσιότητα. Σύμφωνα με τη μελέτη, -
τρεις στους δέκα πολίτες (32,4%) που απευθύνονται στα δημόσια νοσοκομεία
καταφεύγουν σε παραοικονομικές συναλλαγές. Μάλιστα, το 40% εξ αυτών δίνει
«φακελάκι» πριν από την παροχή των υπηρεσιών έπειτα από σχετικό αίτημα των
γιατρών.
Η πρώτη
αιτία καταβολής πρόσθετων πληρωμών στα δημόσια νοσοκομεία είναι η διασφάλιση
της πρόσβασης σε αυτά ή και της μείωσης του χρόνου αναμονής σε ποσοστό 80%.
«Φακελάκι» για έκφραση ευγνωμοσύνης στον γιατρό καταβάλλεται από το 13,6% των
πολιτών.
Από τα 2.741 άτομα που συμμετείχαν
στη μελέτη, ο ένας στους τρεις δηλώνει μηνιαίο εισόδημα μεταξύ 751 και 1.450
ευρώ. Οι ερωτώμενοι, στην πλειονότητά τους (64%), αποκτούν το εισόδημά τους από
μισθωτή εργασία. Ακολουθούν οι ελεύθεροι επαγγελματίες (18,9%) και οι
συνταξιούχοι (11,1%).
Σύμφωνα με
τον αντιπρόεδρο του Ενιαίου Οργανισμού Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (ΕΟΠΥΥ),
λέκτορα Πολιτικής Υγείας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και συντάκτη της μελέτης
κ. Κυρ. Σουλιώτη, «οι πρόσθετες άτυπες πληρωμές που είχαν καθιερωθεί
στο ελληνικό σύστημα υγείας φαίνεται ότι άντεξαν μέχρι και την πρώτη περίοδο
της κρίσης, καθώς πρόκειται για εγκατεστημένες συμπεριφορές και στις δύο
πλευρές του συστήματος (γιατροί - ασθενείς) που δύσκολα μεταβάλλονται».
Στα
συμπεράσματα της μελέτης αναφέρεται ότι λόγω της οικονομικής κρίσης που βιώνει
η Ελλάδα την τελευταία περίοδο, το φαινόμενο αναμένεται να υποστεί τις πιέσεις
δύο αντίρροπων συμπεριφορών: από τη μία οι πολίτες θα προβάλλουν αντιστάσεις στα
αιτήματα για άτυπες - και όχι μόνο - πρόσθετες πληρωμές και από την άλλη οι
γιατροί, οι οποίοι επίσης θα υποστούν τις οικονομικές συνέπειες της κρίσης,
ενδέχεται να είναι ακόμη πιο επίμονοι στην έκφραση των σχετικών απαιτήσεων.
Όπως εξηγεί
ο κ. Σουλιώτης, αυτή η συμπεριφορά καθιερώθηκε σε μία περίοδο με διαφορετικά
οικονομικά δεδομένα, όπου οι μισθοί των γιατρών είχαν καθηλωθεί σε μη
αντιπροσωπευτικά επίπεδα. Αναφέρει ωστόσο ότι νεότερες προβλέψεις δείχνουν πως
η κρίση περιορίζει το φαινόμενο λόγω αντικειμενικής αδυναμίας την οποία
προφανώς και συμμερίζεται το ιατρικό σώμα. «Σε κάθε περίπτωση»,
προσθέτει, «πρέπει να μεταβούμε σε έναν νέο τρόπο αποζημίωσης των ιατρικών
πράξεων προκειμένου να υπάρχουν κατ' αρχήν κίνητρα τόσο για τη βελτίωση της
παραγωγικότητας όσο και της ποιότητας».