Σε
συνέντευξη που παραχώρησε ο αντιπρόεδρος της ΠΕΦ Θεόδωρος Τρύφων στο TIME TV
και στον δημοσιογράφο Σπύρο Κτενά, κατηγορεί την κυβέρνηση για ενδοτικότητα
έναντι της τρόϊκας, επισημαίνοντας ότι, αντί να επιβάλλει η ίδια τον τρόπο που
θα διατεθούν τα 2 δις. ευρώ της δημόσιας δαπάνης υγείας και να υποστηρίξει την
εγχώρια παραγωγή και απασχόληση, υποστηρίζει τα ακριβά εισαγόμενα φάρμακα και
τα εισαγόμενα γενόσημα.
«Έτσι η ελληνική φαρμακοβιομηχανία, ενώ καλύπτει
το 55% της απασχόλησης στον κλάδο και διατηρεί παρά την κρίση τις θέσεις
εργασίας, περιορίζεται μόνο το 17% της αγοράς, ενώ τα εισαγόμενα φάρμακα έχουν
καταλάβει το 83% της αγοράς!» τονίζει ο κ. Τρύφων
Στη συνέντευξή του ο αντιπρόεδρος της Πανελλήνιας
Ένωσης Φαρμακοβιομηχανίας τονίζει ακόμα:
• Ενώ η κυβέρνηση αναγνωρίζει στα λόγια την
σημασία της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας συμβιβάζεται με την λογική αυτή να
κατέχει μόνον το 17% ενώ με ελάχιστες διαρθρωτικές παρεμβάσεις θα μπορούσε να
την οδηγήσει αρχικά στο 34%
• Ενώ επενδύσαμε μέσα στην κρίση και κρατήσαμε τις θέσεις εργασίας η πολιτεία έριξε πάνω μας το μεγαλύτερο βάρος των συνεπειών.
• Οι δημόσιες δαπάνες για υγεία είναι στην Ελλάδα κατά 30% χαμηλότερες από τα ποσά που κατά μέσο όρο ξοδεύουν οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες όταν η ένταση και η διάρκεια της κρίσης απαιτεί
• Ενώ ένα ελληνικό φάρμακο χρειάζεται 2,5 χρόνια για να λάβει από το ελληνικό κράτος έγκριση κυκλοφορίας, ένα εισαγόμενο λαμβάνει την ίδια έγκριση σε 8 μήνες, με τρομερές επιπτώσεις στον ανταγωνισμό.
• Ενώ επενδύσαμε μέσα στην κρίση και κρατήσαμε τις θέσεις εργασίας η πολιτεία έριξε πάνω μας το μεγαλύτερο βάρος των συνεπειών.
• Οι δημόσιες δαπάνες για υγεία είναι στην Ελλάδα κατά 30% χαμηλότερες από τα ποσά που κατά μέσο όρο ξοδεύουν οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες όταν η ένταση και η διάρκεια της κρίσης απαιτεί
• Ενώ ένα ελληνικό φάρμακο χρειάζεται 2,5 χρόνια για να λάβει από το ελληνικό κράτος έγκριση κυκλοφορίας, ένα εισαγόμενο λαμβάνει την ίδια έγκριση σε 8 μήνες, με τρομερές επιπτώσεις στον ανταγωνισμό.
Το πλήρες κείμενο της συνέντευξης του κ. Θεόδωρου
Tρύφων στον Σπύρο Κτενά έχει ως εξής:
Κύριε Τρύφων, σε μια κατάσταση που η κρίση
έχει δημιουργήσει πολύ σοβαρά προβλήματα στον τομέα της δημόσια υγείας και με
δεδομένη την απόφαση της τρόικας και της κυβέρνησης για αισθητή μείωση της
συνολικής δημόσιας δαπάνης περίπου στα 2 δις ευρώ, ποια είναι η θέση της ΠΕΦ
για το κεντρικό αυτό θέμα;
Η θέση μας αντιπροσωπεύει τη θέση όλων όσων έχουν
θεσμική σχέση με τον τομέα της υγείας και του φαρμάκου και βασίζεται στη
σύγκριση με άλλες χώρες της Ευρώπης, δηλαδή με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο. Αυτή τη
στιγμή η δαπάνη που έχει συμφωνηθεί από το υπουργείο Οικονομικών, Υγείας και
από την Τρόικα, ανέρχεται στα 2 δις για φάρμακα του ΕΟΠΥΥ. Το συγκεκριμένο ποσό
είναι κατά 30% χαμηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Σε μια περίοδο που η κρίση δημιουργεί
πρόσθετα προβλήματα δε θα έπρεπε να προσεγγίζουμε τουλάχιστον στο ποσό αυτό;
Σε μια χώρα με οικονομικά προβλήματα και υπό
καθεστώς μνημονίου, όπως είναι η Ελλάδα, είναι κατανοητό να υπάρχει περικοπή σε
όλες τις δαπάνες, αρκεί αυτή να μην αποβαίνει εις βάρος της πρόσβασης των
ασθενών σε στοιχειώδεις υπηρεσίες υγείας και κυρίως στην υγειονομική περίθαλψη.
Υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες λοιπόν, το ύψος της δαπάνης θα πρέπει να είναι
κατ’ ελάχιστον στα 2,2 δις, καθώς η εκτίμησή μας είναι, ότι αυτά τα 200 εκ. θα
λείψουν από το σύστημα, καθώς θα υπάρξουν παρενέργειες και στην πρόσβαση των
ασθενών στα φάρμακα, αλλά και στα υπέρογκα χαράτσια και επιστροφές που πρέπει
να πληρώσουν οι φαρμακευτικές βιομηχανίες.
Θα ήθελα λίγο να σταθούμε σε αυτό το επίπεδο.
Στο επίπεδο δηλαδή των παραγωγικών επιχειρήσεων. Είδαμε, ότι στο διάστημα της
κρίσης και παρά τις δυσκολίες που υπήρχαν στην οικονομία, οι ελληνικές
βιομηχανίες συνέχισαν να επενδύουν, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται νέα
επενδυτικά προγράμματα και στον τομέα της έρευνας. Θα θέλαμε να μας δώσετε μια
εικόνα για την παρουσία και τις κινήσεις της βιομηχανίας φαρμάκου στην Ελλάδα
την περίοδο αυτή.
Είναι ξεκάθαρο, ότι οι ελληνικές φαρμακευτικές
βιομηχανίες έχουν έναν μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα. Αυτό σημαίνει, ότι έχουμε
υποχρέωση να έχουμε σχεδιασμό και να μπορούμε να αντέχουμε και σε πολύ δύσκολες
καταστάσεις και περιόδους, όπως αυτή που διανύουμε σήμερα. Αυτό βέβαια δε
γίνεται με κάποιον μαγικό τρόπο. Είναι αποτέλεσμα καλής οικονομικής
διαχείρισης, ανάπτυξης νέων προϊόντων, σχεδιασμού για επέκταση στο εξωτερικό
και βέβαια καλής γνώσης της αγοράς. Νομίζω, ότι οι 6-7 ελληνικές βιομηχανίες,
που εμφάνισαν αντοχή στους κλυδωνισμούς που προκάλεσε η οικονομική κρίση και
εμφανίζουν ανάπτυξη στο εξωτερικό, έχουν ακριβώς αυτό το μείγμα. Μη ξεχνάτε
άλλωστε, ότι ως επί τω πλείστων πρόκειται για οικογενειακές επιχειρήσεις, οι
οποίες δραστηριοποιούνται εδώ και αρκετές δεκαετίες στον συγκεκριμένο κλάδο.
Σε γενικές γραμμές, η εκτίμησή μου είναι, πως σε
όλες τις δύσκολες περιόδους που έχουμε αντιμετωπίσει, αυτό που μας κράτησε
ζωντανούς είναι ο σχεδιασμός για επιχειρηματική δράση τόσο στη χώρα μας, όσο
και στο εξωτερικό.
Παρ’ όλα αυτά, πρέπει να τονίσω το εξής. Οι ελληνικές βιομηχανίες είχαμε και διατηρούμε μέχρι σήμερα γύρω στο 17 με 18% της αγοράς. Αυτό είναι κάτι, το οποίο σε μια πολύ μικρότερη σχέση με το παρελθόν αγορά, όπως είναι η σημερινή, δημιουργεί μια πολύ σημαντική μείωση τζίρου και δυσκολεύει πάρα πολύ τη δυνατότητα ρευστότητας των εταιρειών μας κι αυτό δε μπορεί παρά να έχει αντίκτυπο στα ποσά που διαθέτουμε για επενδύσεις για την ανάπτυξη, την έρευνα, την παραγωγή και τις εγκρίσεις φακέλων μας στο εξωτερικό. Αντιλαμβάνεστε λοιπόν, ότι το περιβάλλον γίνεται κάθε χρόνο όλο και πιο δύσκολο, καθώς η ρευστότητα που αφαιρείται κάθε χρόνο από την κάθε εταιρεία, θα έπρεπε να κατευθύνεται, εάν όχι κατ’ ανάγκη σε ελληνικές βιομηχανίες, τουλάχιστον όμως σε ποιοτικά και οικονομικά φάρμακα, τα οποία, ωστόσο, αποτελούν το βασικό προϊόν της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας.
Παρ’ όλα αυτά, πρέπει να τονίσω το εξής. Οι ελληνικές βιομηχανίες είχαμε και διατηρούμε μέχρι σήμερα γύρω στο 17 με 18% της αγοράς. Αυτό είναι κάτι, το οποίο σε μια πολύ μικρότερη σχέση με το παρελθόν αγορά, όπως είναι η σημερινή, δημιουργεί μια πολύ σημαντική μείωση τζίρου και δυσκολεύει πάρα πολύ τη δυνατότητα ρευστότητας των εταιρειών μας κι αυτό δε μπορεί παρά να έχει αντίκτυπο στα ποσά που διαθέτουμε για επενδύσεις για την ανάπτυξη, την έρευνα, την παραγωγή και τις εγκρίσεις φακέλων μας στο εξωτερικό. Αντιλαμβάνεστε λοιπόν, ότι το περιβάλλον γίνεται κάθε χρόνο όλο και πιο δύσκολο, καθώς η ρευστότητα που αφαιρείται κάθε χρόνο από την κάθε εταιρεία, θα έπρεπε να κατευθύνεται, εάν όχι κατ’ ανάγκη σε ελληνικές βιομηχανίες, τουλάχιστον όμως σε ποιοτικά και οικονομικά φάρμακα, τα οποία, ωστόσο, αποτελούν το βασικό προϊόν της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας.
Σε συνέχεια των όσων λέτε, θεωρώ, ότι εύκολα
θα μπορούσε να αναρωτηθεί ο καθένας μας, γιατί δεν υπάρχει ένας προσανατολισμός
στις ελληνικές παραγωγικές επιχειρήσεις, που εν πάση περιπτώσει, στηρίζουν και
την απασχόληση. Ποια είναι η δική σας εκτίμηση επ’ αυτού;
Φοβάμαι, πως δε μπορώ να σας δώσω μια σαφή
απάντηση επ’ αυτού. Αυτό όμως που μπορώ να σας πω πάρα πολύ ξεκάθαρα, είναι, ότι
όχι μόνο δεν έχουμε κάποια υποστήριξη μέσα στη χώρα μας, αλλά δυστυχώς
συμβαίνει το αντίθετο, παρά τα όσα διαδίδονται κατά καιρούς. Δυστυχώς μια σειρά
από μέτρα που εισήχθησαν στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια αποδεικνύουν
περίτρανα, ότι όχι μόνο δε προστατεύεται η ελληνική φαρμακοβιομηχανία, αλλά
αντίθετα δέχεται μια άδικη επίθεση. Λυπάμαι που το λέω, αλλά στην Ελλάδα σήμερα
επικρατεί ένα καθεστώς προστασίας των ακριβών φαρμάκων και προτίμησης των
εισαγομένων γενοσήμων.
Και θα είμαι ξεκάθαρος και συγκεκριμένος σε όσα
θα σας πω. Καταρχήν, δεν είναι δυνατόν σε μια χώρα που είναι σε κρίση και σε
ύφεση και προσπαθεί να ισοσκελίσει τα οικονομικά των ταμείων της να γίνονται
μειώσεις στις τιμές των φαρμάκων, οι οποίες να ανέρχονται κατά μέσο όρο στο 50
με 60% την τελευταία τετραετία στα φθηνά φάρμακα και 15 με 20% στα ακριβά
φάρμακα. Και στο τελευταίο δελτίο τιμών μάλιστα μπορώ να σας πω, ότι τα φθηνά
φάρμακα και τα γενόσημα φάρμακα τον Ιανουάριο του 2014 μειώθηκαν μεσοσταθμικά
κατά 10% και τα ακριβά φάρμακα μειώθηκαν μόλις κατά 2%. Αυτό λοιπόν είναι
τεράστιο παράδοξο και σαφέστατα δε συντελεί στην εξοικονόμηση των ταμείων, ούτε
φυσικά σε μια εθνική πολιτική. Συντελεί απλώς στο να μοιράζει την πίτα μες την
αγορά.
Το δεύτερο στοιχείο που θα ήθελα να επισημάνω και
είναι πολύ σημαντικό είναι, ότι υπάρχει ένα σύστημα αδειοδότησης, το οποίο
έμμεσα και χωρίς να γίνεται σκοπίμως πριμοδοτεί τα εισαγόμενα γενόσημα σε βάρος
των ελληνικών. Διότι, όταν μια ελληνική φαρμακοβιομηχανία καταθέτει μια αίτηση
για άδεια κυκλοφορίας στον ΕΟΦ με εθνική διαδικασία, χρειάζεται να περιμένει 2
με 2,5 χρόνια στην καλύτερη των περιπτώσεων για να λάβει έγκριση, ακόμα κι εάν
ο φάκελος είναι πλήρης. Αντίθετα, το εισαγόμενο γενόσημο παίρνει άδεια
κυκλοφορίας σε εννέα μήνες.
Έχετε θέσει το συγκεκριμένο ζήτημα στην
πολιτική ηγεσία;
Φυσικά και έχει τεθεί εδώ και δέκα χρόνια. Το
πρόβλημα οφείλεται στις αγκυλώσεις που υπάρχουν και αποκλείουν τις προσλήψεις,
αλλά ακόμα και την αξιολόγηση και την ύπαρξη κινήτρων στο υπάρχον
υποστελεχωμένο προσωπικό του ΕΟΦ, το οποίο λειτουργεί πολλές φορές υπό ηρωικές
συνθήκες για να βγάλει τον αυξημένο όγκο εργασίας που έχει αναλάβει. Ο
συγκεκριμένος οργανισμός έχει αναλάβει πάρα πολλά πράγματα που έχουν σχέση με
τιμές φαρμάκων, με λίστα φαρμάκων, με δευτεροβάθμιες επιτροπές, με συστήματα
εγκρίσεων του εξωτερικού, στα οποία πρέπει να απαντάει η Ελλάδα, με
φαρμακοεπαγρυπνήσεις κλπ. Αυτή τη στιγμή ο ΕΟΦ έχει έναν τριπλάσιο και
τετραπλάσιο όγκο από ο,τι πριν 6-7 χρόνια, χωρίς να αυξήσει τον αριθμό των
ατόμων που απασχολέι.
Είναι απαράδεκτο το γεγονός, ότι οι εταιρείες
πληρώνουν παράβολα, δηλαδή χρηματοδοτούμε από μόνοι μας τον ΕΟΦ κι αυτά τα
χρήματα, αντί να πάνε στον ΕΟΦ και να έχουνε ανταποδοτικό χαρακτήρα, πάνε στα
δημόσια ταμεία υπέρ πίστεως και πατρίδος. Είναι λοιπόν ένα τεράστιο πρόβλημα,
το οποίο δεν έχει σχέση με την οικονομική δυσπραγία της Ελλάδος, αλλά καθιστά
εμφανή την ανάγκη για ένα διαρθρωτικό μέτρο, το οποίο πρέπει να ληφθούν άμεσα
για να έχει η χώρα μας πρόσβαση σε φθηνά φάρμακα από ελληνικές εταιρείες μέσα
στην αγορά.
Προηγουμένως κάνατε αναφορά στην ύπαρξη μιας
αναντιστοιχία. Ενώ δηλαδή το ελληνικό φάρμακο κατέχει μόνο το 17% της αγοράς,
αντιστοίχως στο επίπεδο της απασχόλησης και των επενδύσεων είναι πολύ υψηλότερο
το ποσοστό.
Η αλήθεια είναι, ότι έχουμε περίπου το 55 με 60%
των θέσεων εργασίας και σχεδόν το 90% των νέων επενδύσεων σε παραγωγή και
έρευνα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός, ότι οι περισσότερες πολυεθνικές
φαρμακευτικές εταιρείες έχουν ουσιαστικά πάρει όλη την παραγωγή τους από την
Ελλάδα και την έχουν μεταφέρει σε χώρες της Ασίας.
Κι εάν δεν κάνω λάθος, ο κλάδος του φαρμάκου είναι ο δεύτερος ισχυρότερος κλάδος στο επίπεδο των εξαγωγών. Άρα μέσω αυτού εισάγονται και σημαντικοί συναλλαγματικοί πόροι.
Κι εάν δεν κάνω λάθος, ο κλάδος του φαρμάκου είναι ο δεύτερος ισχυρότερος κλάδος στο επίπεδο των εξαγωγών. Άρα μέσω αυτού εισάγονται και σημαντικοί συναλλαγματικοί πόροι.
Σαφώς και είναι έτσι και δυστυχώς αυτή τη στιγμή
υπάρχει τεράστια διαρροή πόρων από τα ελληνικά ταμεία και τον έλληνα
φορολογούμενο προς το εξωτερικό. Κι αυτό είναι σε πλήρη αναντιστοιχία με το
γεγονός, ότι έχουμε κρίση ή ύφεση αλλά και με τα όσα έχουν κατ’ επανάληψη
τονιστεί από την ελληνική κυβέρνηση, ιδιαίτερα κατά το τελευταίο δωδεκάμηνο,
σύμφωνα με τα οποία ο κλάδος της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας αποτελεί κρίσιμη
κινητήρια δύναμη για την ποιοτική αναδιάρθρωση της ελληνικής οικονομίας.
Στο επίπεδο των άμεσων διαρθρωτικών μέτρων
που καλείτε την κυβέρνηση και τον νέο πολιτικό προϊστάμενο του υπουργείου
υγείας, ποια είναι αυτά, που αποτελούν για εσάς την πρώτη προτεραιότητα;
Έχουμε βάλει το εξής πλαίσιο στον κύριο Βορίδη,
το οποίο έχουμε συγκεκριμενοποιήσει και στοχοθετήσει χρονικά. Με δεδομένο, ότι
η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη του ΕΟΠΥΥ πρέπει να κινηθεί σε πολύ χαμηλά
επίπεδα, έχουμε ζητήσει να επιταχυνθούν άμεσα οι διαρθρωτικές κινήσεις στον
χώρο του φαρμάκου. Αναφέρομαι σε πολύ συγκεκριμένα ζητήματα. Σύμφωνα με την πιο
πρόσφατη μελέτη του IMS, η εξοικονόμηση που έχει επιτευχθεί μέχρι σήμερα από τα
πολύ υψηλά επίπεδα του 2009 έχει προκύψει σε ποσοστό 83% από μείωση των τιμών
στα φάρμακα και μόλις κατά 17% από παρεμβάσεις σε άλλα θέματα προσφοράς και
ζήτησης.
Άρα λέτε, ότι έχει εξαντληθεί το κομμάτι…
Όχι μόνο έχει εξαντληθεί, αλλά αυτή η μείωση
τιμών δημιουργεί τεράστιες παρενέργειες και είναι ένα λάθος μέτρο. Είναι άλλο
πράγμα το να το κάνεις 50% μείωση τιμών και 50% παρεμβάσεις σε προσφορά και
ζήτηση με διαρθρωτικά μέτρα, όπως γίνεται παντού σε όλη την Ευρώπη κι άλλο να
υπάρχει 83% μείωση της δαπάνης αποκλειστικά και μόνο από μείωση στις τιμές των
φαρμάκων. Μια τέτοια πολιτική δημιουργεί στρεβλώσεις, διότι κάποια φάρμακα τα
ευνοεί, γιατί μειώνονται πολύ λιγότερο από κάποια άλλα. Οι εξαντλητικές
μειώσεις στις τιμές κάποιων φαρμάκων οδηγούν στην απόσυρσή τους από την αγορά
και στην υποκατάστασή τους από άλλα ακριβότερα. Η κατάσταση αυτή οδηγεί μοιραία
στη δημιουργία φαρμάκων δύο ταχυτήτων.
Δε μπορεί να είναι το αποκλειστικό κριτήριο
εννοείτε;
Θεωρώ, ότι έχει εξαντληθεί εδώ και πάρα πολύ
καιρό. Και αντίθετα πρέπει να εφαρμοστούν μια σειρά από μέτρα που σωστά έχουν
προβλεφθεί.
Όπως;
Όπως τα θεραπευτικά πρωτόκολλα, ο έλεγχος στη
συνταγογράφηση στις συνταγές, την κάρτα ασθενούς και τα registries των ακριβών
φαρμάκων. Πολύ σημαντικό μέτρο αποτελέι επίσης η φαρμακοοικονομική αξιολόγηση
σε επίπεδο αποζημίωσης, η οποία θα επιτρέψει στην πτωχευμένη ελληνική οικονομία
να μάθει επιτέλους τι πληρώνει για καινούρια ακριβά φάρμακα, μια διαδικασία που
γίνεται σε όλη την Ευρώπη. Ενδεικτικά σας αναφέρω, πως σε συστήματα χωρών, όπως
είναι η Γερμανία και η Γαλλία, πραγματοποιείται πολύ αυστηρή αξιολόγηση των
νέων ακριβών φαρμάκων, κάτι που δεν υπάρχει στη χώρα μας. Τέλος, είναι πάρα
πολύ σημαντικό να διαμορφωθεί μια συνολική πολιτική για τα γενόσημα που να
μπορέσει να πιάσει, αν όχι το 60%, ένα 40% σε χαμηλές τιμές.
Με αυτά τα διαρθρωτικά μέτρα λοιπόν θα μπορεί και τα ταμεία να έχουν οφέλη, αλλά και έμμεσα η ελληνική φαρμακοβιομηχανία, δεδομένης της δυνατότητάς μας να επανεπενδύουμε όσα εισπράττουμε σε χαμηλές τιμές σε μεγάλο ποσοστό στη χώρα μας. Με λίγα λόγια, η επιχειρηματική δραστηριότητά των ελληνικών φαρμακοβιομηχανιών έχει συνεχιζόμενα οφέλη για την ελληνική οικονομία.
Με αυτά τα διαρθρωτικά μέτρα λοιπόν θα μπορεί και τα ταμεία να έχουν οφέλη, αλλά και έμμεσα η ελληνική φαρμακοβιομηχανία, δεδομένης της δυνατότητάς μας να επανεπενδύουμε όσα εισπράττουμε σε χαμηλές τιμές σε μεγάλο ποσοστό στη χώρα μας. Με λίγα λόγια, η επιχειρηματική δραστηριότητά των ελληνικών φαρμακοβιομηχανιών έχει συνεχιζόμενα οφέλη για την ελληνική οικονομία.
Θέλω να σας κάνω ένα τελευταίο ερώτημα. Στον
ορίζοντα και ακούγοντας τις δηλώσεις των κυβερνητικών παραγόντων βλέπει κανείς
μια σταδιακή απομάκρυνση από αυτό που λέγεται τρόικα και μνημονιακή αντίληψη.
Κι ενώ ακούγεται πολύ πιο συχνά το κομμάτι για τόνωση της ανάπτυξης, των αναπτυξιακών
διαδικασιών. Έχετε δει, τουλάχιστον στον τομέα της φαρμακοβιομηχανίας, να
υπάρχει ένας τέτοιος αέρας, κάποια τέτοια μέτρα που να υιοθετούνται; Ή
εξακολουθούν να εξυπηρετούνται συμφέροντα και λογικές που τονώνουν ξένες
επιχειρηματικές λογικές;
Δεν έχω δει δυστυχώς να αλλάζει η εξωτερική
επιρροή. Αντίθετα παρατηρείται το εξής περίεργο. Η κυβέρνηση είπε, ότι ναι μεν
δέχεται τον κλειστό προϋπολογισμό των 2 δις, δεδομένου του μνημονίου και του
δανεισμού. Το τι θα κάνουμε και πώς εμείς θα κάνουμε την πολιτική, έτσι ώστε να
οδηγηθούμε στα 2 δις θεωρώ, ότι θα έπρεπε να είναι δική μας εθνική υπόθεση.
Αυτό επικουρείται μάλιστα από την Ευρωπαϊκή νομοθεσία, η οποία αναφέρει
ξεκάθαρα, ότι κάθε κράτος μέλος έχει τη δική του φαρμακευτική πολιτική. Γι’
αυτό τον λόγο, σε 27 χώρες έχουμε 27 διαφορετικά συστήματα τιμολόγησης και
αποζημίωσης. Αντιλαμβάνεστε λοιπόν, ότι μας προκαλεί τεράστια εντύπωση η τόσο
συγκεκριμένη παρέμβαση τόσο της τρόικας, όσο και εκείνων που θέλουν να
κατευθύνουν, όπως αναφέρατε στο ερώτημά σας τον τρόπο, με τον οποίο θα
μοιραστεί τελικά η «πίτα» των 2 δις. Και αναφέρομαι στις κατηγορίες των
φαρμάκων, αλλά και στα ποσοστά των rebate και των clawback που θα κληθούν να
πληρώσουν κάποιες εταιρείες εις βάρος κάποιων άλλων και όχι στο πώς θα
επιτευχθεί συνολικά ο στόχος. Αυτό είναι το ένα παράδοξο.
Το δεύτερο είναι, ότι σαφέστατα υπάρχει αυτή τη
στιγμή μια προσπάθεια από την κυβέρνηση, το υπουργείο Οικονομικών, το γραφείο
του Πρωθυπουργού και το υπουργείο Υγείας, έτσι ώστε να γίνουν συγκεκριμένες
δράσεις για αναπτυξιακούς κλάδους. Η φαρμακοβιομηχανία είναι ένας τέτοιος
αναπτυξιακός κλάδος. Μας φωνάξανε λοιπόν και προσπαθούμε να βγάλουμε μαζί
κάποιες προτάσεις, κάποια μέτρα και κάποια κίνητρα για το πώς θα μπορέσουμε να
διεκδικήσουμε κάποια ευρωπαϊκά προγράμματα από εδώ και μπρος, δηλαδή πώς θα
μπορέσουμε να διεκδικήσουμε το να έχουμε ένα μεγαλύτερο μερίδιο στις ξένες
αγορές μέσω συνέργειας και συνεργασίας και των ιδιωτικών τομέων και των
πανεπιστημίων και του κράτους. Αυτό συμβαίνει προς το παρόν στα λόγια κι εμείς
σκοπεύουμε να καταθέσουμε προτάσεις μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου.
Αυτό είναι όμως ένα δείγμα..
Είναι ένα δείγμα.
Θα μου πείτε όμως, ότι δεν έχει πρακτικό
αποτέλεσμα…
Είναι ένα δείγμα και θα το κάνουμε. Και θεωρώ,
ότι όλοι έχουμε καταλάβει, ότι με 27% ανεργία, η Ελλάδα δεν πάει πουθενά. Για
να γίνει αυτό, πρέπει να κάνει κανείς ένα πολύ συγκεκριμένο πλάνο σε 10-15
τομείς, όπως είναι η βιομηχανία, οτουρισμός, η μεταλλουργία κ.α και να
αξιολογήσει τι δυνατότητες μπορούν να υπάρξουν σε έσοδα, σε θέσεις εργασίας, σε
επενδύσεις και σε εξαγωγές.
Αυτό εμείς ως κλάδος το έχουμε κάνει εν πολλοίς
και στη φάση αυτή συγκεκριμενοποιούμε και προωθούμε κάποιες προτάσεις για
clustering σε έρευνα, για τη δημιουργία γραφείων που θα μας αντιπροσωπεύουν στο
εξωτερικό και για την προοπτική συνεργασίας των πανεπιστημίων με τη βιομηχανία.
Αλλά βέβαια προϋπόθεση για αυτό είναι να έχουμε κι εμείς μιας κάποιας μορφής
«οξυγόνο». Στο πλαίσιο αυτό, επιτρέψτε μου να σας πω, ότι είναι απαράδεκτο αυτό
που συμβαίνει. Τη στιγμή που επιδιώκουμε την ανάπτυξη, κάνουμε το παν , έτσι
ώστε το 17% της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας για να το πάμε στο μηδέν, αντί να
βρούμε τρόπους να το κάνουμε 30 και 40% σε χαμηλές τιμές.
Θα ήθελα με την ευκαιρία που μου δίνετε να περάσω
ένα πολύ συγκεκριμένο μήνυμα στην ελληνική κυβέρνηση. Ότι εάν αυτή τη
στιγμή δε σταματήσει η ανεξέλεγκτη μείωση στις τιμές των φθηνών φαρμάκων κι εάν
δε διαμορφωθεί μια πολιτική γενοσήμων που αντί της συνταγογράφηση με βάση τη
δραστική ουσία, εισάγει κίνητρα στον φαρμακοποιό και στον ιατρό να δίνει το
καλό αξιόπιστο γενόσημο, εκτιμώ, ότι σε 2 χρόνια δε θα υπάρχει ελληνικό φάρμακο
στην αγορά. Εγώ προσωπικά σας το υπογράφω κι από εκεί και πέρα, ας αναλάβει ο
καθένας τις ευθύνες του.