Στο ΣτΕ
προσέφυγε ο Ιατρικός Σύλλογος Αθηνών κατά της συνταγογράφησης γενόσημων
φαρμάκων, χαρακτηρίζοντας τη σχετική νομοθετική ρύθμιση του υπουργείου Υγείας
αντισυνταγματική, παράνομη, αντίθετη με τον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη και τους ευρωπαϊκούς νομικούς κανόνες, ενώ παράλληλα
τονίζει ότι καταργεί το δικαίωμα ελεύθερης συνταγογράφησης.
Ο Ιατρικός Σύλλογος επισημαίνει ότι συνταγογράφηση αποτελεί μια αμιγώς ιατρική πράξη, η διενέργεια της οποίας προαπαιτεί και προϋποθέτει την επιστημονική κρίση του θεράποντος ιατρού, λαμβάνοντας υπ’ όψη το ιστορικό, τις παθήσεις και τις ιδιαιτερότητες του ίδιου του ασθενούς, τα άλλα φάρμακα που πιθανά λαμβάνει και τις αλληλεπιδράσεις τους.
Όμως, η από 1η Μαρτίου 2012 υπουργική απόφαση που επιβάλλει τα γενόσημα, παραγνωρίζει τη βασική αρχή της επιστήμης του Ιπποκράτη, ότι στην ιατρική δεν υπάρχουν ασθένειες, αλλά ασθενείς, ενώ παράλληλα παραγνωρίζει ότι η συνταγογράφηση είναι μια ιατρική πράξη, αναφέρει ο Ιατρικός Σύλλογος. Με τον τρόπο αυτόν, όμως, η ευθύνη της επιλογής του κατάλληλου φαρμάκου μετατοπίζεται από τον αρμόδιο γιατρό, είτε στον φαρμακοποιό, είτε στον ίδιο τον ασθενή, προσθέτει ο Σύλλογος.
Σκοπός της επίμαχης υπουργικής απόφασης, αναφέρουν οι γιατροί, είναι η εξοικονόμηση της φαρμακευτικής δαπάνης σε όλες τις κατηγορίες των φαρμάκων, αλλά πριν την έκδοσή της δεν προηγήθηκαν, όπως επιβάλλει ο Ν. 1316/1983, γνωμοδοτήσεις του Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκων (ΕΟΦ), του επιστημονικού συμβουλίου εγκρίσεων του ΕΟΦ και του Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας (ΚΕΣΥ).
Ούτε, όμως, το υπουργείο Υγείας επικαλείται κάποιες μελέτες από τις οποίες να αποδεικνύεται ότι έχουν ληφθεί υπόψη διεθνείς επιστημονικές έρευνες και πως παρέχονται τα εχέγγυα ασφαλείας και αποτελεσματικότητας, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται ότι τα γενόσημα δεν ενέχουν τον παραμικρό κίνδυνο για τη δημόσια υγεία, υπογραμμίζεται στην αίτηση ακύρωσης, που κατατέθηκε στο ΣτΕ.
Παράλληλα, ο Σύλλογος τονίζει ότι η επίμαχη υπουργική απόφαση παραβιάζει την ιατρική δεοντολογία και θίγει την επιστημονική και επαγγελματική ελευθερία των γιατρών, καθώς εξαναγκάζονται να ασκούν το λειτούργημά τους όχι σύμφωνα με τα ιατρικά-επιστημονικά κριτήρια, αλλά με αμιγώς οικονομικούς -ταμειακής σκοπιμότητας- κανόνες, χωρίς μάλιστα οποιοδήποτε δικαίωμα επιλογής.
Σε άλλο σημείο της αίτησής του, οι γιατροί σημειώνουν ότι θίγεται η συνταγματική αρχή της ισότητας από τη στιγμή που, ενώ καταργείται το δικαίωμα των γιατρών να συνταγογραφούν ελεύθερα, αναγνωρίζεται στους φαρμακοποιούς το δικαίωμα να τροποποιούν την ιατρική συνταγή με μόνο κριτήριο τη φαρμακευτική δαπάνη.
Εξάλλου, ο Ιατρικός Σύλλογος επισημαίνει ότι χωρίς να υπάρχει κάποιος λόγος δημοσίου συμφέροντος, αποκλείονται οι γιατροί από το στάδιο της θεραπευτικής διαδικασίας, ενώ εξαναγκάζονται να συνταγογραφούν «αποκλειστικά με δραστική ουσία σαν να πρόκειται για υπαλλήλους γραφείου». Και όλα αυτά, προσθέτουν, λόγω της αδυναμίας του κράτους να ελέγξει την φαρμακευτική δαπάνη, παρά τη λειτουργία του συστήματος ηλεκτρονικής συνταγογράφησης.
Τα νέα δεδομένα που καθιερώνει η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση, υπογραμμίζει ο Σύλλογος, παραβιάζουν τις συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας (άρθρο 25 Συντάγματος) και του κράτους δικαίου, όπως παραβιάζουν επίσης το άρθρο 21 του Συντάγματος, που αφορά την κρατική μέριμνα για την υγεία, το άρθρο 4 το οποίο καθιερώνει τον κανόνα της ισότητας και το άρθρο 5 που σηματοδοτεί την επαγγελματική και επιστημονική ελευθερία.
Ακόμα, η υπουργική απόφαση που καθιερώνει τη συνταγογράφηση των δραστικών φαρμάκων παραβιάζει τόσο τον Ν. 1316/1983 (Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας), όσο και τον Ν. 1316/1983 (αρμοδιότητες Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκων, κ.λπ.), επισημαίνουν οι γιατροί.
Την ίδια στιγμή η επίμαχη υπουργική απόφαση παραβιάζει το δικαίωμα στην υγεία, που κατοχυρώνεται με τον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη (ο οποίος έχει κυρωθεί από τη χώρα μας με τον νόμο 1426/1984), καθώς και τις οδηγίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου 2001/83/ΕΚ και 2004/27/ΕΚ, που αφορούν τη διακίνηση, χρησιμοποίηση, κ.λπ. των φαρμ άκων.